αδιατράνωτος

αδιατράνωτος
-η, -ο (AM ἀδιατράνωτος, -ον) [διατρανῶ, διατρανώνω]
νεοελλ.
αυτός που δεν διατρανώθηκε, δεν διακηρύχθηκε
(αρχ., μσν.) ασαφής, ακατανόητος, σκοτεινός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”